ῥῶσταξ

ῥῶσταξ
ῥῶσταξ, ᾰκος, ,
A stand for putting anything on, Tz.H.11.612.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ρώσταξ — ώστακος, ὁ ΜΑ τμήμα μηχανής που χρησιμεύει ώς βάθρο, έρεισμα πάνω στο οποίο τοποθετείται κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥω(σ) τού ῥώννυμι (πρβλ. ῥωσ τικός, ἄ ρρωσ τος) + επίθημα αξ (πρβλ. πίδ αξ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”